δραπέτι

δραπέτι
δρᾱπέτι , δραπέτις
runaway
fem voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • δραπέτι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 245 μ., 133 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μονοφατσίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στα κεντρικά του νομού, 44 χλμ. ΝΑ του Ηρακλείου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρκαλοχωρίου. * * * και δραπέτσι και τραπέτσι, το 1. πολύ… …   Dictionary of Greek

  • μελίπαις — μελίπαις, αιδος, ὁ (Α) φρ. «μελίπαις σίμβλος» η κυψέλη μαζί με τα μελιτοφόρα τέκνα της, δηλ. με τις μέλισσες («ἔρρ ἐπὶ σοὺς μελίπαιδας ὄποι ποτέ, δραπέτι, σίμβλους», Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + παῖς (πρβλ. καλλί παις)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”